- φτήνια
- και φθήνια, η, Ν1.η ιδιότητα τού φτηνού2. μτφ. ευτέλεια («φτήνια τών συναισθημάτων»)3. παροιμ. «η φτήνια τρώει τον παρά» — δηλώνει ότι τα προϊόντα που πωλούνται σε μικρές τιμές μπορεί να φαίνονται οικονομικά, τελικά όμως στοιχίζουν περισσότερο από τα ακριβότερα, διότι γρήγορα φθείρονται ή υποβαθμίζονται και πρέπει να αντικατασταθούν.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < αρχ. εὐθηνία «αφθονία, φτήνια» (για τον σχηματισμό βλ. λ. φτηνός), ενώ, κατ' άλλους, υποχωρητικά από το ρ. φτηναίνω / φθηναίνω].
Dictionary of Greek. 2013.